- τημελώ
- -έω, Αφροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία θεωρείται ως η πιο πιθανή, το ρ. τημελῶ είναι παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. *τη-μελος / τη-μελη, σχηματισμένου από το θ. τη- τού ρ. τηρῶ* με επίθημα -μελ-ος / -μελη, πρβλ. θυ-μέλη, πι-μελή (για την εναλλαγή -μ- και -ρ- στους τ. τη-μελῶ και τη-ρῶ πρβλ. κλῆμα: κλῆρος). Ο τ. τημελῶ, εξάλλου, με έναν χωρισμό τού επιθήματος -μ-ελ- θα μπορούσε να συνδεθεί με τα ρωσ. tjamitĭ «φροντίζω» και λιθουαν. tẽmyti(s) «σκέπτομαι, παρατηρώ». Η σημασιολογική συγγένεια τού ρ. τημελῶ προς το ρ. μέλομαι έχει οδηγήσει σε διάφορες συνδέσεις τών δύο ρημάτων. Έτσι έχει προταθεί η θεώρηση τού ρ. τημελῶ ως παραγώγου τού ουσ. τημέλεια, το οποίο, σύμφωνα με την άποψη αυτή, έχει προέλθει —με ανομοιωτική αποβολή τής συλλαβής -λε— από τ. *τηλε-μέλεια (< τῆλε + -μέλεια < -μελής < μέλομαι, πρβλ. ἀμέλεια) με σημ. «φροντίδα, σκέψη από μακριά», ενώ άλλοι μελετητές θεωρούν το ρ. τημελῶ προϊόν συμφυρμού δύο αμάρτυρων τ. *τημέω (πρβλ. λιθουαν. tẽmyti[s] «σκέπτομαι») και *μελέω (< μέλομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.